Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η φαντασία

  • 1 φαντασία

    [фандасиа] ουσ. Θ. фантазия, воображение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαντασία

  • 2 воображение

    ουδ.
    1. φαντασία•

    пылкое воображение εξημμένη φαντασία•

    расстроенное воображение χαλαρή φαντασία•

    живое воображение ζωηρή φαντασία.

    2. επινόηση.

    Большой русско-греческий словарь > воображение

  • 3 воображение

    воображение с η φαντασία
    * * *
    с
    η φαντασία

    Русско-греческий словарь > воображение

  • 4 фантазия

    фантазия ж η φαντασία
    * * *
    ж
    η φαντασία

    Русско-греческий словарь > фантазия

  • 5 воображение

    вообра||жение
    с ἡ φαντασία:
    пылкое \воображениежение ἡ ἐξημμένη φαντασία.

    Русско-новогреческий словарь > воображение

  • 6 фаитазия

    фаитаз||ия
    ж
    1. ἡ φαντασία/ ἡ φαντα-σιοπληξία (продукт воображения):
    плод \фаитазияии προϊόν τής φαντασίας-'2. (прихоть) ἡ ἰδιοτροπία, τό καπρίτσιο:
    ему пришла В голову \фаитазия τοῦ ἡρθε, τοῦ κατέβηκε·
    3. муз. ἡ φαντασία

    Русско-новогреческий словарь > фаитазия

  • 7 выдумать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдуманный, βρ: -ман, -а, -о.
    1. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, διανοούμαι• εφευρίσκω.
    2. φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, τη σκέψη.
    εκφρ.
    не -ай – μη σου περάσει από το μυαλό•
    пороха (пороху) не -ает – δεν λάμπει με την εξυπνάδα του, έχει κι αυτός τον κοινόν νου.
    φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, επινοώ, επινοούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выдумать

  • 8 унести

    унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла
    -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω, αποκομίζω•

    унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.

    || παίρνω•

    унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•

    унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).

    2. κλέβω•

    воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.

    3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•

    ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•

    лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).

    || αφαιρώ, στερώ•

    работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•

    борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.

    4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•

    воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.

    5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•

    слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).

    εκφρ.
    еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•
    -си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!
    1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.
    2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).
    4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > унести

  • 9 фантазия

    θ.
    1. φαντασία, δημιουργική σκέψη, διανοητική δημιουργία. || επινόηση.
    2. πλάσμα φανταστικό•

    продукт -ии προΐόν (αποκύημα) φαντασίας, φαντασιοκόπημα.

    3. ιδιοτροπία, γούστο καπρίτσιο•

    пришла ему в голову фантазия του κατέβηκε στο μυαλό, του κάπνησε.

    4. φανταστικό μουσικό έργο•

    фантазия шумана φαντασία του Σούμαν.

    Большой русско-греческий словарь > фантазия

  • 10 больной

    больи||ой
    1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων
    2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:
    \больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;
    3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:
    прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον.

    Русско-новогреческий словарь > больной

  • 11 вымысел

    вымысел
    м ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα, τό πλάσμα τῆς φαντασίας/ τό ψέμα, ἡ ψευτιά (ложь):
    поэтический \вымысел ἡ ποιητική φαντασία.

    Русско-новогреческий словарь > вымысел

  • 12 живой

    жив||ой
    прил
    1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·
    2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:
    \живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή.

    Русско-новогреческий словарь > живой

  • 13 убогий

    убо́||гий
    1. прил прям., перен φτωχός, ἀθλιος, μίζερος, πενιχρός:
    \убогийгое жилище ἡ ἀθλια κατοικία· \убогийгое воображение ἡ φτωχή φαντασία·
    2. прил (увечный) σακάτικος, μισερός·
    3. м (калека) ὁ σακάτης.

    Русско-новогреческий словарь > убогий

  • 14 вымысел

    [βύμυσιλ] ουσ. α. φαντασία

    Русско-греческий новый словарь > вымысел

  • 15 самонадеянность

    [σαμαναντιέινναστ'] ουσ. ο. φαντασία, ξιππασιά

    Русско-греческий новый словарь > самонадеянность

  • 16 фантазия

    [φαντάζιγια] ουσ. θ. φαντασία

    Русско-греческий новый словарь > фантазия

  • 17 вымысел

    [βύμυσιλ] ουσ α φαντασία

    Русско-эллинский словарь > вымысел

  • 18 самонадеянность

    [σαμαναντιέινναστ'] ουσ ο φαντασία, ξιππασιά

    Русско-эллинский словарь > самонадеянность

  • 19 р.

    [φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία

    Русско-эллинский словарь > р.

  • 20 φαντασιοκοπώр.

    [φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία

    Русско-эллинский словарь > φαντασιοκοπώр.

См. также в других словарях:

  • φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαντασία καταληπτική —         (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… …   Dictionary of Greek

  • φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»