-
1 φαντασία
[фандасиа] ουσ. Θ. фантазия, воображение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φαντασία
-
2 воображение
-я ουδ.1. φαντασία•пылкое воображение εξημμένη φαντασία•
расстроенное воображение χαλαρή φαντασία•
живое воображение ζωηρή φαντασία.
2. επινόηση. -
3 воображение
-
4 фантазия
-
5 воображение
вообра||жениес ἡ φαντασία:пылкое \воображениежение ἡ ἐξημμένη φαντασία. -
6 фаитазия
фаитаз||ияж1. ἡ φαντασία/ ἡ φαντα-σιοπληξία (продукт воображения):плод \фаитазияии προϊόν τής φαντασίας-'2. (прихоть) ἡ ἰδιοτροπία, τό καπρίτσιο:ему пришла В голову \фаитазия τοῦ ἡρθε, τοῦ κατέβηκε·3. муз. ἡ φαντασία -
7 выдумать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдуманный, βρ: -ман, -а, -о.1. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, διανοούμαι• εφευρίσκω.2. φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, τη σκέψη.εκφρ.не -ай – μη σου περάσει από το μυαλό•пороха (пороху) не -ает – δεν λάμπει με την εξυπνάδα του, έχει κι αυτός τον κοινόν νου.φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, επινοώ, επινοούμαι. -
8 унести
унесу, унесшь, παρλθ. χρ. унс, унесла-ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. унесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω, αποκομίζω•унести на плечах μεταφέρω στους ώμους.
|| παίρνω•унести с собой ключи παίρνω μαζί μουτα κλειδιά (φεύγοντας)•
унести обратно φέρνω πίσω (ξαναφέρνω).
2. κλέβω•воры -сли вещи из дома οι κλέφτες πήραν τα πράγματα από το σπίτι.
3. παρασύρω, σκορπίζω, παίρνω•ветер унёс бумаги со стола ο άνεμος πήρε τα χαρτιά από το τραπέζι•
лодку -ло течение τη βάρκα την παρέσυρε το ρεύμα (του νερού).
|| αφαιρώ, στερώ•работа -ела много сил η δουλειά τον εξάντλησε πολύ•
борьба -ла слабйших ο αγώνας πήρε τους πιο αδύνατους.
4. μτφ. μεταφέρω νοερώς•воображение -ло его в прошлое η φαντασία τον μετέφερε στο παρελθόν.
5. (με τις λ. чрт, нелгкая κ.τ.τ.)• απλ. παίρνω, απομακρύνω σαν ενοχλητικό•слава Богу чёрт их унёс δόξα το Θεό, τους πήρε ο διάβολος (τους ξεφορτώθηκα).
εκφρ.еле ή едва ноги унести – μόλις και μετά βίας κατορθώνω ναδιαφύγω (να σωθώ)•-си ты моё горе! – πάρε μου (διώξε μου) τα φαρμάκια!1. φεύγω, απέρχομαι γρήγορα.2. παρασύρομαι (από άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.).3. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, πετώ (για σκέψεις φαντασία κ.τ.τ.).4. (γιαχρόνο) περνώ, διαβαίνω γρήγορα. || μτφ. χάνομαι, εξαφανίζομαι. -
9 фантазия
-η θ.1. φαντασία, δημιουργική σκέψη, διανοητική δημιουργία. || επινόηση.2. πλάσμα φανταστικό•продукт -ии προΐόν (αποκύημα) φαντασίας, φαντασιοκόπημα.
3. ιδιοτροπία, γούστο καπρίτσιο•пришла ему в голову фантазия του κατέβηκε στο μυαλό, του κάπνησε.
4. φανταστικό μουσικό έργο•фантазия шумана φαντασία του Σούμαν.
-
10 больной
больи||ой1. прил ἀσθενής, ἄρρωστος, > πάσχων2. прил перен ἄρρωστος, ἀρρωστημένος:\больнойо́е воображение ἡ ἀρρωστη φαντασία; \больной вопрос τό φλεγον ζήτημα;3. м ὁ ἀσθενής, ὁ ἄρρωστος:прием \больнойых ἡ ἐξέταση ἀσθενῶν; тяжелый \больной ὁ βαρειά ἀσθενής, ὁ σοβαρά ἀρρωστος; ◊ с \больной головы на здоровую погов. ρίχνω τήν εὐθύνη σέ ἄλλον, τά φορτώνω σέ ἀλλον. -
11 вымысел
вымыселм ἡ ἐπινόηση, τό μύθευμα, τό πλάσμα τῆς φαντασίας/ τό ψέμα, ἡ ψευτιά (ложь):поэтический \вымысел ἡ ποιητική φαντασία. -
12 живой
жив||ойприл1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:\живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή. -
13 убогий
убо́||гий1. прил прям., перен φτωχός, ἀθλιος, μίζερος, πενιχρός:\убогийгое жилище ἡ ἀθλια κατοικία· \убогийгое воображение ἡ φτωχή φαντασία·2. прил (увечный) σακάτικος, μισερός·3. м (калека) ὁ σακάτης. -
14 вымысел
[βύμυσιλ] ουσ. α. φαντασία -
15 самонадеянность
[σαμαναντιέινναστ'] ουσ. ο. φαντασία, ξιππασιά -
16 фантазия
[φαντάζιγια] ουσ. θ. φαντασία -
17 вымысел
[βύμυσιλ] ουσ α φαντασία -
18 самонадеянность
[σαμαναντιέινναστ'] ουσ ο φαντασία, ξιππασιά -
19 р.
[φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία -
20 φαντασιοκοπώр.
[φαντάζιγια] ουσ θ φαντασία
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία καταληπτική — (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)